νουνεχόντως

νουνεχόντως
νουνεχ-όντως, Adv. of νουνεχής, as if from Adj. νουνέχων (i.e. νοῦν ἔχων),
A sensibly, Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has ἐχόντως νοῦν, Lg.686e).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νουνεχόντως — (Α) επίρρ. συνετά, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω τής μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου *νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε όντως (πρβλ. προ εχόντως, υπερ εχόντως)] …   Dictionary of Greek

  • νουνεχόντως — sensibly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοαρέως — (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «νουνεχόντως» 2. (στον συγκριτ.) νοαρώτερον με μεγαλύτερη περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοαρός, δωρ. τ. τού νοηρός + επιρρμ. κατάλ. έως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”